κρυσταλλικός

κρυσταλλικός
-ή, -ό
1. αυτός που αναφέρεται στους κρυστάλλους ή έχει μορφή ή σύνθεση κρυστάλλου
2. χημ. αυτός που αποτελείται από άθροισμα κρυστάλλων («κρυσταλλικά σώματα»)
3. φρ. α) «κρυσταλλική δομή» — η ιδιαίτερη διάταξη τών ατόμων σε έναν δεδομένο κρύσταλλο όπως αυτή καθορίζεται από τα σχετικά μεγέθη τους και από τις δυνάμεις που τά συνδέουν
β) «κρυσταλλική τάξη» — σύνολο κρυστάλλων οι οποίοι παρουσιάζουν τα ίδια στοιχεία συμμετρίας
γ) «κρυσταλλικό πέτρωμα» — πέτρωμα που αποτελείται εξ ολοκλήρου από κρυσταλλωμένα ορυκτά και δεν περιέχει υαλώδες υλικό
δ) «κρυσταλλικό πλέγμα» — απλοποιημένος τρόπος αναπαράστασης τής διάταξης τών ατόμων σε ένα κρυσταλλικό στερεό
ε) «κρυσταλλικό σύστημα» — μια από τις επτά κύριες κατηγορίες δομών στις οποίες μπορεί να ταξινομηθεί ένα ορισμένο κρυσταλλικό στερεό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. crystal < μσν. αγγλ. cristal < λατ. crystallum < κρύσταλλος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κρυσταλλικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στους κρυστάλλους ή αυτός που έχει μορφή κρυστάλλου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μαλτόζη — Κρυσταλλικός δισακχαρίτης, που σχηματίζεται από την ατελή υδρόλυση του αμύλου. Αποτελείται από δύο μόρια D γλυκοπυρανόζης ενωμένα μεταξύ τους με έναν 1,4 β γλυκοσιδικό δεσμό. Ο χημικός του τύπος είναι C12H22O11, ο οποίος, αν και μοιάζει με αυτόν… …   Dictionary of Greek

  • δατισκίνη — Κρυσταλλικός γλυκοζίτης, του τύπου C27H30O15, που εξάγεται από τα φύλλα και τη ρίζα του φυτού δατίσκη η καννάβινος. Σε καθαρή κατάσταση σχηματίζει άχρωμες κρυσταλλικές βελόνες που έχουν πικρή γεύση και είναι ευδιάλυτες στο οινόπνευμα, αλλά… …   Dictionary of Greek

  • γή — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… …   Dictionary of Greek

  • γη — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… …   Dictionary of Greek

  • νετρονίων, αστέρας — (Αστρον.). Ένας αστέρας που έχει υποστεί βαρυτική κατάρρευση σε τέτοιο βαθμό ώστε το μεγαλύτερο μέρος του υλικού του έχει μετατραπεί εξαιτίας των τρομακτικών πιέσεων σε νετρόνια. Η υπόθεση για την ύπαρξη α.ν. έγινε μέσα στη δεκαετία του 1930 από… …   Dictionary of Greek

  • αδάμας — Μεγάλος παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 1.391 κάτ.) της Μήλου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μήλου του νομού Κυκλάδων. * * * ( αντος), ο (Α ἀδάμας) κρυσταλλικός πολύτιμος λίθος με μεγάλη σκληρότητα και λάμψη (αλλιώς διαμάντι, διαμαντόπετρα)… …   Dictionary of Greek

  • δολομίτης — I Ορυκτό, διπλό ανθρακικό άλας του ασβεστίου και του μαγνησίου (CaCO3 MgCO3), με αναλογία 54,35% ανθρακικού ασβεστίου (CaCO3) και 45,65% ανθρακικού μαγνησίου (MgCO3). Όταν ένα μέρος του μαγνησίου υποκατασταθεί από σίδηρο (Fe), προκύπτει μια… …   Dictionary of Greek

  • ευπατορίνη — η κρυσταλλικός γλυκοζίτης που απαντά στό φυτό ευπατόριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευπατόριον. Η λ. μαρτυρείται από το 1842 στον Ξαβέριο Λάνδερερ] …   Dictionary of Greek

  • λειμονίτης — Σιδηρομετάλλευμα, το πιο διαδεδομένο πάνω στον φλοιό της Γης. Προέρχεται από την εξαλλοίωση άλλων ορυκτών που περιέχουν σίδηρο και ορίζεται χημικά ως υδροξείδιο του σιδήρου, με ποικίλη περιεκτικότητα σε νερό, FeO(ΟΗ). Ο προσδιορισμός του λ. δεν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”